ριτσινόλαδο
Смотреть что такое "ριτσινόλαδο" в других словарях:
ριτσινόλαδο — το, Ν βλ. ρετσινόλαδο … Dictionary of Greek
ρετσινόλαδο — και ριτσινόλαδο, το, Ν αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τής ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι … Dictionary of Greek